αποκλειω

αποκλειω
    ἀποκλείω
    ἀπο-κλείω
    атт. ἀποκλῄω, ион. ἀποκληΐω, дор. ἀποκλᾴω
    1) запирать
    

(τὰς πύλας Her., Plut.; τέν οἰκίαν Plut.; τινὰ ἔνδον Dem.; ἀπεκλείσθην ἐν τῷ δωματίῳ Lys.)

    2) преграждать, перерезывать
    

(τὰς ἐφόδους τῶν ἐπιτηδείων Xen.; τέν ὁδόν Babr.)

    ἀ. τινά τινος Her., Aesch., τινά τινι и τινὰ ἀπό τινος Arph. — закрывать кому-л. доступ к чему-л.;
    ἀ. τινα τῆς Σπαρτης Plut. — отрезать кого-л. от Спарты;
    ἀπεκεκλέατο ὑπὸ τῆς ἵππου Her. — их путь был прегражден конницей;
    ἀποκλεῖσθαι τῶν σιτίων Dem. — отворачиваться (отказываться) от пищи;
    ἀ. τέν βλάστην τινός Plat. — мешать росту чего-л.

    3) застилать, закрывать
    

(τέν ὄψιν Her.; τὸ φῶς ἀποκέκλεισται Arst.)

    ἀ. τὰ ὦτα Plut. — затыкать уши

    4) юр. делать отвод или оговорку Dem.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αποκλειω" в других словарях:

  • ἀποκλείω — shut off from pres subj act 1st sg ἀποκλείω shut off from pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποκλείω — αποκλείω, απέκλεισα (σπάν. απόκλεισα) βλ. πίν. 40 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποκλείω — και αποκλείνω εισα, είστηκα, εισμένος 1. περιορίζω, μπλοκάρω, απαγορεύω: Η περιοχή αποκλείστηκε από τα χιόνια. 2. δε συμπεριλαβαίνω κάτι ή κάποιον ανάμεσα σ άλλους: Αποκλείστηκαν από τις εξετάσεις όσοι δεν υπόβαλαν εμπρόθεσμα τα σχετικά… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποκλείω — (AM ἀποκλείω, Α αττ. τ. ἀποκλῄω, ιων. τ. κληίω) 1. περιορίζω κάποιον σε καθορισμένο χώρο, απομονώνω 2. κλείνω έξω, εμποδίζω κάποιον να μπει 3. περιορίζω κάποιον, δεν του επιτρέπω να κάνει κάτι 4. αρνούμαι, απαγορεύω, απορρίπτω 5. (για πόλη ή… …   Dictionary of Greek

  • ἀποκέκλεισθε — ἀποκλείω shut off from perf imperat mp 2nd pl ἀποκλείω shut off from perf ind mp 2nd pl ἀποκλείω shut off from perf imperat mp 2nd pl ἀποκλείω shut off from perf ind mp 2nd pl ἀποκλείω shut off from plup ind mp 2nd pl (homeric ionic) ἀποκλείω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκεκλῃμένων — ἀποκλείω shut off from perf part mp fem gen pl (attic) ἀποκλείω shut off from perf part mp masc/neut gen pl (attic) ἀποκεκληῑμένων , ἀποκλείω shut off from perf part mp fem gen pl (epic ionic) ἀποκεκληῑμένων , ἀποκλείω shut off from perf part… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκληίει — ἀποκλείω shut off from pres ind mp 2nd sg (attic) ἀποκλείω shut off from pres ind act 3rd sg (attic) ἀποκληί̱ει , ἀποκλείω shut off from pres ind mp 2nd sg (epic ionic) ἀποκληί̱ει , ἀποκλείω shut off from pres ind act 3rd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκληίοντα — ἀποκλείω shut off from pres part act neut nom/voc/acc pl (attic) ἀποκλείω shut off from pres part act masc acc sg (attic) ἀποκληί̱οντα , ἀποκλείω shut off from pres part act neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀποκληί̱οντα , ἀποκλείω shut off from… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκεκλεισμένα — ἀποκλείω shut off from perf part mp neut nom/voc/acc pl ἀποκεκλεισμένᾱ , ἀποκλείω shut off from perf part mp fem nom/voc/acc dual ἀποκεκλεισμένᾱ , ἀποκλείω shut off from perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκλείετε — ἀποκλείω shut off from pres imperat act 2nd pl ἀποκλείω shut off from pres ind act 2nd pl ἀποκλείω shut off from imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκλείσουσι — ἀποκλείω shut off from aor subj act 3rd pl (epic) ἀποκλείω shut off from fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀποκλείω shut off from fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»